- επιτραγηματίζω
- ἐπιτραγηματίζω (Α)προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ- (πρβλ. τραγ-ανός τραγ-είν, τρώγ-ω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτραγηματίζεσθαι — ἐπιτραγηματίζω serve up as dessert pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραγηματίζονται — ἐπιτραγηματίζω serve up as dessert pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)